- ὀνειρῶδες
- ὀνειρώδηςdream-likemasc/fem voc sgὀνειρώδηςdream-likeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
φαντασμαγορία — η (λ. γαλλ.) 1. η τέχνη να εμφανίζει κανείς φαντάσματα ή φανταστικές παραστάσεις με οπτική απάτη. 2. θεατρικό ή καλλιτεχνικό έργο, όπου κυριαρχεί το φανταστικό ή υπερφυσικό στοιχείο, ωραιότατο θέαμα. 3. μτφ., καθετί το φανταστικά ωραίο, το έξοχα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)